μυωπία

μυωπία
(Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της επιμήκυνσης του προσθιοπισθίου άξονα, έχει ωοειδές σχήμα αντί του σφαιρικού που είναι και το φυσιολογικό· οι παράλληλες ακτίνες φωτός συγκεντρώνονται πιο μπροστά από τον αμφιβληστροειδή και έτσι ο μύωψ δεν βλέπει καθαρά τα αντικείμενα που βρίσκονται μακριά. Αυτή τη μειονεκτικότητα ο μύωψ προσπαθεί να την ξεπεράσει μισοκλείνοντας τα βλέφαρα ή εκμεταλλευόμενος στο μέγιστο τις ικανότητες προσαρμογής και σύγκλισης. Όλες αυτές οι προσπάθειες αποτελούν αίτια επιδείνωσης της διαθλαστικής ανωμαλίας και προκαλούν την εμφάνιση στραβισμού. Συνήθως η μ. διακρίνεται σε απλή και παθολογική. Η απλή μ. είναι ιδιοσυστατική πάθηση και μπορεί να εκδηλωθεί από τη γέννηση (συγγενής μ.) ή μεταξύ της ηλικίας των 5 και 12 ετών· είναι γενικά κληρονομική, συχνή στους Εβραίους, στους Κινέζους και στους Άραβες, συχνότερη στην ανατολική Ευρώπη παρά στην υπόλοιπη ήπειρο, και σπάνια στους ανθρώπους της μαύρης φυλής. Η παθολογική μ. έχει άγνωστη ακόμα αιτιολογία: εμφανίζεται συνήθως κατά την εφηβεία και επιδεινώνεται κατά την τέταρτη και πέμπτη δεκαετία της ζωής, συγχρόνως με άλλες αλλοιώσεις του ματιού. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της μ. συνίσταται στη διόρθωση της οπτικής ανωμαλίας με τη χρησιμοποίηση αποκλινόντων φακών ή χειρουργικά, με χρησιμοποίηση λέιζερ.
* * *
(I)
η (ΑΜ μυωπία) [μύωψ (Ι)]
η ανικανότητα τού ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά
νεοελλ.
μτφ. διανοητική καθυστέρηση, βραδύνοια.
————————
(II)
μυωπία, ἡ (ΑΜ)
μυωξία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + -ωπ-ία (< οπή, με τροπή τού -ο- σε -ω- λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυωπία — η ελάττωμα της όρασης που εμποδίζει το μάτι να βλέπει μακριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυωπίας — μυωπίᾱς , μυωπία fem acc pl μυωπίᾱς , μυωπία fem gen sg (attic doric aeolic) μυωπίᾱς , μυωπίας shortsighted person masc acc pl μυωπίᾱς , μυωπίας shortsighted person masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπίαι — μυωπίᾱͅ , μυωπία fem dat sg (attic doric aeolic) μυωπίας shortsighted person masc nom/voc pl μυωπίᾱͅ , μυωπίας shortsighted person masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μυωπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύωπα ή στη μυωπία ή αυτός που πάσχει από μυωπία («μυωπικά γυαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myopic < αγγλ. myope < υστερολατ. myops < μύωψ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Α.… …   Dictionary of Greek

  • Myopia — For other uses, see Myopia (disambiguation). Myopia Classification and external resources ICD 10 H …   Wikipedia

  • Miopía — ► sustantivo femenino 1 MEDICINA, ÓPTICA Defecto de la vista causado por una curvatura excesiva del cristalino de modo que la imagen se forma en un punto anterior a la retina, por lo que sólo permite ver con claridad las figuras y objetos… …   Enciclopedia Universal

  • αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • μυωπάζω — (ΑΜ μυωπάζω) μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία νεοελλ. μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”